ανάσπασμα

ανάσπασμα
(I)
το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ]
το ξεριζωμένο φυτό
νεοελλ.
το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του.
————————
(II)
το [ανασπάζομαι]
ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάσπασμα — uprooted plant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”